- καταμερίζω
- καταμέρισα, καταμερίστηκα, καταμερισμένος, διαιρώ κάτι σε πολλά μέρη, διαμοιράζω, κατανέμω: Καταμερίζουν τις ευθύνες στους φταίχτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταμερίζω — (AM καταμερίζω) διαιρώ σε πολλά μικρά μέρη, διανέμω, διαμοιράζω αρχ. 1. κομματιάζω 2. παθ. καταμερίζομαι (για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου … Dictionary of Greek
καταμερίσει — καταμερίζω cut in pieces aor subj act 3rd sg (epic) καταμερίζω cut in pieces fut ind mid 2nd sg καταμερίζω cut in pieces fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμερίσῃ — καταμερίζω cut in pieces aor subj mid 2nd sg καταμερίζω cut in pieces aor subj act 3rd sg καταμερίζω cut in pieces fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμερισμένον — καταμερίζω cut in pieces perf part mp masc acc sg καταμερίζω cut in pieces perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεριζομένων — καταμερίζω cut in pieces pres part mp fem gen pl καταμερίζω cut in pieces pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεριζόμεθα — καταμερίζω cut in pieces pres ind mp 1st pl καταμερίζω cut in pieces imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεριζόμενον — καταμερίζω cut in pieces pres part mp masc acc sg καταμερίζω cut in pieces pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμερισάντων — καταμερίζω cut in pieces aor part act masc/neut gen pl καταμερίζω cut in pieces aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμερίζει — καταμερίζω cut in pieces pres ind mp 2nd sg καταμερίζω cut in pieces pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμερίζομεν — καταμερίζω cut in pieces pres ind act 1st pl καταμερίζω cut in pieces imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)